- μετρικῶν
- μετρικόςmetricalfem gen plμετρικόςmetricalmasc/neut gen pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
τομή — Η ενέργεια και το αποτέλεσμα του τέμνω (= κόβω). Στη μετρική ο όρος τ. δηλώνει τον χωρισμό μεταξύ δύο λέξεων που χρησιμεύει ως όριο μεταξύ δύο μετρικών μελών και που πραγματοποιείται φωνικά ως παύση στην εκφώνηση του στίχου. Στην κλασική μετρική … Dictionary of Greek
-υλ(λ)ος — κατάληξη τής Αρχαίας Ελληνικής, που αποτελεί επαυξημένη μορφή (με απόσπαση τού φωνήεντος υ από θ. με χαρακτήρα υ , πρβλ. δριμύς: δριμ ύ λος, ἡδύς: ἡδ ύ λος) τού επιθήματος λο (< ΙΕ * lο ), πρβλ. και τις κατάλ. ηλος*, ιλος (πρβλ. οργ ίλος, ποικ … Dictionary of Greek
Πλειάς — Με το όνομα αυτό είναι γνωστή μια ομάδα από επτά τραγικούς ποιητές, οι οποίοι έζησαν στην Αλεξάνδρεια στους χρόνους του Πτολεμαίου B’ Φιλαδέλφου (284 247 π.Χ.). Ο φιλότεχνος αυτός ηγεμόνας προσπάθησε να μεταφέρει στην Αλεξάνδρεια τη μεγαλοπρέπεια … Dictionary of Greek
διποδία — η (AM διποδία) 1. το να έχει κανείς δύο πόδια 2. (μετρ.) η ένωση δύο μετρικών ποδιών σ ένα κώλο, μέτρο νεοελλ. διποδισμός* αρχ. είδος χορού τών Λακεδαιμονίων … Dictionary of Greek
μεγεθεστάτος — μεγεθεστάτος, η, έστατον (Μ) υπερθ. τού μεγέθης*. [ΕΤΥΜΟΛ. Υπερθετικός τού μεγέθης, με παρατονισμό προς εξυπηρέτηση μετρικών αναγκών] … Dictionary of Greek
μεσ(ο)- — (ΑM μεσ[ο]) Α και μεσσο και μεσαι ) α συνθετικό πολλών λ. όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, που ανάγεται στο επίθ. μέσ(σ)ος*. Οι ελάχιστοι τ. με α συνθετικό μεσαι (πρβλ. μεσαι πόλιος, μεσαι πόλος, μεσαί γεως) οφείλονται σε τεχνητή ανάπτυξη μακράς… … Dictionary of Greek
μετρικός — ή, ό (Α μετρικός, ή, όν) [μέτρον] 1. αυτός που ανήκει, αναφέρεται ή αρμόζει στο μέτρο ή αυτός που χρησιμεύει στη μέτρηση («μετρικοὶ ῥυθμοί», Αριστοτ.) 2. το αρσ. ως ουσ. ο μετρικός αυτός που ασχολείται ειδικά ή αυτός που είναι έμπειρος στη… … Dictionary of Greek
μην — Πρώτος ιστορικός φαραώ της Αιγύπτου. Ανέβηκε στον θρόνο το 3300 π.Χ. Ήταν ο ιδρυτής της πρώτης θινιτικής δυναστείας. Καταγόταν από την Άνω Αίγυπτο και έχτισε την πόλη Μέμφιδα, την οποία έκανε και πρωτεύουσά του. Διακρίθηκε ως στρατιωτικός και… … Dictionary of Greek
μηρός — (Ανατ.). Τμήμα του κάτω άκρου, που περιλαμβάνεται μεταξύ λεκάνης και γόνατος. Έχει σχήμα ατελούς κώνου με τη βάση προς τα πάνω και λοξή φορά από πάνω προς τα κάτω. Ο σκελετός του περιβάλλεται ολόκληρος από ισχυρές μυϊκές δέσμες, που εκτελούν τις… … Dictionary of Greek
μινύθω — (Α) (μόνο στον ενεστ. και στον ιων. πρτ. μινύθεσκον) 1. καθιστώ κάτι μικρότερο, περικόπτω («Ζεὺς δ ἀρετὴν ἄνδρεσσιν ὀφέλλει τε μινύθει τε», Ομ. Ιλ.) 2. ελαττώνω κατά τον αριθμό 3. γίνομαι μικρότερος, ελαττώνομαι («μινύθῃ δὲ τε ἔργον», Ησίοδ.) 4.… … Dictionary of Greek